γλυκέος

γλυκέος
γλυκύς
sweet to the taste
masc/neut gen sg (epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πόριμος — ον, θηλ. και ίμη, Α 1. αυτός που έχει τη δυνατότητα να βρίσκει μέσα, επινοητικός («ῥήτωρ πόριμος», Πολυδ.) 2. αυτός που παρέχει μέσα ασφαλείας, σωτήριος 3. αυτός που βρίσκει δίοδο («ἡ ἀπὸ τοῡ γλυκέος οἴνου φῡσα πορίμη», Ιπποκρ.) 4. (για τροφή)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”